- πέψιν
- πέψιςsofteningfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιγέννημα — το (AM ἐπιγέννημα) [επιγεννώ] 1. αυτό που γίνεται ή αναπτύσσεται επάνω σε κάτι 2. αυτό που γίνεται μετά από κάτι («τὸ δὲ ᾠὸν ἐπιγέννημα εἶναι... μετὰ τροφὴν και πέψιν», Πλούτ.) αρχ. 1. το επίχρισμα τής γλώσσας 2. μεταγενέστερο σύμπτωμα νόσου 3.… … Dictionary of Greek